ούας

ούας
οὖας, τὸ (Α)
(ποιητ. τ.) βλ. οὖς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οὖας — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ους — το (ΑΜ οὖς, ὠτός, Α επικ. τ. και οὖας, οὔατος, και δωρ. τ. ὦς) 1. μέλος τού σώματος, όργανο τής ακοής, το αφτί (α. «αἲ γὰρ δή μοι ἀπ οὔατος ὧδε γένοιτο», Ομ. Ιλ. β. «καὶ ἀφεῑλεν αὐτοῡ τὸ οὖς τὸ δεξιόν», ΚΔ) 2. (συνεκδ. με ρ. σε φρ.) η αίσθηση τής …   Dictionary of Greek

  • ετερούας — ἑτερούας, ατος, ὁ, ἡ (ΑΜ) (ορθότ. ἑτέρουας) 1. αυτός που έχει ένα αφτί 2. (για αγγείο) αυτός που έχει μία μόνο λαβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + ούας, μτγν. τ. τού ους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”